- προσαναχρώννυμαι
- ΜΑέρχομαι σε στενή επαφή με κάτι («τοῑς αὐτοῑς ἐπιτηδεύμασι καὶ διατριβαῑς περὶ ταύτὰ καὶ σπουδαῑς καὶ διαίταις... παραβάλλων καὶ προσαναχρωννύμενος», Πλούτ.)αρχ.1. μεταδίδω σε κάποιον κάτι επικοινωνώντας με αυτόν («πλείονα δ' ἃ μὴ πλάττοντες ἀλλ' οἰόμενοι καὶ δοξάζοντες αὐτοὶ προσαναχρώννυνται τὸ ψεῡδος ἡμῑν», Πλούτ.)2. ακολουθῶ, μιμούμαι πιστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναχρώννυμι «χρωματίζω, μεταδίδω, συνευρίσκομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.